καταπραγματεύομαι

καταπραγματεύομαι
καταπραγματεύομαι και, κατά το λεξ. Σούδα, καταπραγματεύω (AM)
1. πιθ. εμπορεύομαι κάτι, επιζητώ κέρδος από κάτι ή, κατ' άλλους, μεταχειρίζομαι διάφορα μέσα εναντίον κάποιου
2. μτφ. ασχολούμαι
3. διαπραγματεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πραγματεύομαι «ασχολούμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταπραγματεύομαι — καταπραγματεύω pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”